αζωτούχα λιπάσματα

αζωτούχα λιπάσματα
Κάθε είδους λίπασμα, που περιέχει άζωτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • νιτρόφιλος — η, ο (για φυτά) αυτός που αναπτύσσεται σε έδαφος πλούσιο σε αζωτούχα λιπάσματα, όπως λ.χ. οι τσουκνίδες, τα αμάραντα, κ.ά. φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitrophilous < νιτρ(ο) * + φίλος] …   Dictionary of Greek

  • Κιλούνγκ — (Keelung). Πόλη (382.100 κάτ. το 1998) της Ταϊβάν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (133 τ. χλμ., 387.504 κάτ.). Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού, κοντά στην Tαϊπέι, με την οποία συνδέεται σιδηροδρομικά. Αναπτύχθηκε την περίοδο της ιαπωνικής… …   Dictionary of Greek

  • αζωτούχος — α, ο αυτός που περιέχει άζωτο: Τα καλύτερα λιπάσματα είναι τα αζωτούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”